-
1 взлетать
взлетать, взлететь ανυψώνομαι; απογειώνομαι (о самолёте) ◇ взлететь на воздух (взорваться) τινάζομαι στον αέρα, ανατινάζομαι* * *= взлететьανυψώνομαι; απογειώνομαι ( о самолёте)••взлете́ть на во́здух (взорваться) — τινάζομαι στον αέρα, ανατινάζομαι
-
2 взлетать
взлетатьнесов, взлететь сов πετώ, ἀνυψοῦμαι, ΐπταμαι/ ἀβ. ἀπογειώνομαι:\взлетать высоко πετώ ψηλά· ◊ взлететь на воздух (взорваться) τινάζομαι στον ἀέρα. -
3 взрываться
взрыватьсянесов τινάζομαι στον ἀέρα, ἀνατινάζομαι/ ἐκρηγνύομαι, σκάζω (άμετ.) (о мине, бомбе). -
4 взметаться
взметать||сяразг τινάζομαι ψηλά, σηκώνομαι στον ἀέρα.
См. также в других словарях:
επαναρρίπτω — ἐπαναρρίπτω και ἀναρριπτῶ, έω (Α) 1. ενεργ. ρίχνω κάτι ψηλά, στον αέρα 2. (αμτβ.) (κυρίως για λαγούς) τινάζομαι ψηλά, στον αέρα … Dictionary of Greek
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek